Η προσφυγιά είναι κακή για όλους...

            Το Εργαστήρι της Λογοτεχνίας αναρτά στην ιστοσελίδα μας για τους λάτρεις της λογοτεχνικής ανάγνωσης ένα απόσπασμα από το βιβλίο της κ. Ρέας Γαλανάκη Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 231, με θέμα τις μνήμες από τον ξεριζωμό του 1922, προσφύγων που βρήκαν τότε καταφύγιο στην πόλη του Ηρακλείου. Σχεδόν 100 χρόνια μετά ο πόλεμος, ο ξεριζωμός, η προσφυγιά δεν έχουν εγκαταλείψει τον πλανήτη μας και οι συνέπειές του αγγίζουν συχνά δραματικά και τη χώρα μας αλλά και γειτονικές χώρες. Αφορμή για την ανάρτηση αποτέλεσε η κυκλοφορία,  σήμερα 3/8/2014,  μαζί με την εφημερίδα, το Βήμα της Κυριακής, του βραβευμένου και πολυμεταφρασμένου βιβλίου της κ. Γαλανάκη,  Ελένη, ή ο  Κανένας. Την σπουδαία λογοτέχνιδα  είχαμε την τιμή να υποδεχθουμε στην Κω και να παρουσιάσουμε το έργο της σε ανοιχτή εκδήλωση  στις 2 Μαίου 2014. 

Ο Κουλές του Ηρακλείου

         Η κόρη προσπάθησε να ξαναπιάσει την ιστορία της για να βγει από την αμηχανία. Θυμόταν, είπε, καλά τη μέρα που πρωτοπάτησαν το πόδι στο λιμάνι του Ηρακλείου με το πρώτο πλοίο των προσφύγων, τον Σεπτέμβριο του είκοσι δύο. Κανείς δεν πρόσεξε αν έλιαζε ή αν έβρεχε, δεν πρόσεξε καν τον μεγάλο Κούλε* στην άκρη του βραχίονα, όλοι τους στο πλοίο έκλαιγαν, και διότι καταστράφηκαν και διότι είχανε σωθεί. Μετά στριμώχτηκαν χειρότερα κι από τις σαρδέλες στο ανώγειο του στρατώνα, στο κέντρο της πόλης, κοντά στα Λιοντάρια, που το ισόγειό του έγινε προσφυγικό νοσοκομείο. Απέναντί τους έπαιζε ένα θέατρο, πολλοί κάτοικοι της πόλης πήγαιναν εκεί καλοντυμένοι, παιδάκι εκείνη χάζευε απ΄έξω τις φωτογραφίες και τα ωραία ρούχα των περαστικών. Οι κάτοικοι της πόλης τους βοήθησαν. Οι περισσότεροι. Θυμόταν ότι δέκα φούρνοι κάνανε ψωμί για τους δώδεκα χιλιάδες πρόσφυγες-τόσοι μαζευτήκαν μέσα σε δύο χρόνια στο Ηράκλειο. Μα και το φόβο των κατοίκων για τις μεταδοτικές ασθένειες, τα υποχρεωτικά εμβόλια. Τριγύριζε στους δρόμους με τον αδελφό της, έτσι κάνανε όλα τα προσφυγάκια αν δεν τα παίρνανε μαζί στο μεροκάματο οι γονείς τους, ή αν δεν δουλεύανε, τα πιο μεγάλα. Θυμόταν έντονα όταν πρωτοκατεβήκαν στο λιμάνι και αντίκρισαν τον Κούλε να αρμενίζει στη μέση του νερού έχοντας κεντημένα πέτρινα λιοντάρια πάνω του. Κατέβηκαν και μερικές φορές σαν έφευγαν οι Τουρκοκρητικοί, που τους στέλναν καραβιές καραβιές όλους στην Τουρκία, μιαν άγνωστη στους πιο πολλούς χώρα, ούτε λέξη τουρκική δεν ήξεραν μερικοί απ΄αυτούς. Οι περισσότεροί τους ήσαν Κρήτες χριστιανοί, οι πρόγονοί τους είχαν κάποτε αλλαξοπιστήσει, γέννημα θρέμμα της μεγαλονήσου, δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν, όλο τέτοια λόγια άκουγαν τα προσφυγάκια που έτρεχαν να δουν την υποχρεωτική αναχώρηση των Τούρκων από τους ντόπιους, τους λίγους που κατέβαιναν επίσης στο λιμάνι να αποχαιρετήσουνε τους μουσουλμάνους φίλους τους. Αυτοί οι ντόπιοι κουβεντιάζαν αναμεταξύ τους, άκουγαν τα πιαιδιά ότι οι πιο ευκατάστατοι μουσουλμάνοι είχανε φύγει μετά τη σφαγή του ενενήντα οκτώ, τότε μπορούσε όποιος ήθελε να αναχωρήσει πουλώντας σε καλή τιμή κτήματα και αστική περιουσία, έτσι έφυγαν πολλοί, οι πιο τυχεροί. 

        Η Παρασκευή θυμόταν που καμιά φορά την έπιανε συμπόνια, θύμωνε κατόπιν κι έλεγε ότι καθόλου δεν έπρεπε να λυπάται τους γέρους και τα γυναικόπαιδα που μπαίνανε άρον άρον μέσα στο πλοίο " Κιρζαδέ" θρηνώντας, ούτε τον αρχηγό κάθε φαμίλιας που παρέδιδε στον χωροφύλακα του λιμανιού το κλειδί του σπιτιού του τυλιγμένο σε ένα χαρτί με τη διεύθυνσή του, αφού τα τούρκικα σπίτια θα τα παίρνανε με κλήρο αυτοί, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που ζούσαν στριμωγμένοι στο στρατώνα. Δεν ήθελε να τους λυπάται, αλλά δεν έφευγε κι απ΄το μυαλό της κάτι που τους είπε η μάνα τους μια νύχτα, είχαν ξαπλώσει οι τρεις τους στρωματσάδα στον στρατώνα, ότι η προσφυγιά είναι κακή για όλους, Ρωμιούς και Τούρκους, κι ότι ο πόλεμος βλάπτει πάντα τους αθώους πιο πολύ, αλλά να μην σκέφτονται τα βάσανα του κόσμου γιατί δεν θα ΄ρχότανε ποτέ ο ύπνος να τους πάρει βόλτα στα ωραία του περιβόλια. Την ημέρα όμως η Παρασκευή έστηνε το αυτάκι, μάθαινε κι όλο μάθαινε, κάποτε ένας ψαράς που έραβε τα δίχτυα του στο παλιό λιμάνι άνοιξε κουβέντα με έναν γέροντα που είχε το καρότσι του γεμάτο φρέσκα ρεβίθια δεμένα σε ματσάκια και τα πούλαγε στους δρόμους. Ο ψαράς ζήλεψε τη δροσιά τους, αγόρασε ένα μάτσο, αγόρασε ένα και για την Παρασκευή με τον αδερφό της. Τα παιδιά κάθισαν και μασουλάγανε κοντά στα απλωμένα δίχτυα, οι δυό μεγάλοι είπαν ότι οι Τουρκοκρητικοί  θα παίρναν τα ρωμαίικα πλουσιόσπιτα της Σμύρνης, θα παίρνανε τα καρπερά χωράφια τους στα μικρασιατικά εδάφη, μα πάνω απ΄ όλα φεύγαν δίχως να χουν το μαχαίρι στον λαιμό, χωρίς να χύνεται το αίμα τους, φεύγανε με χαρτιά, με τάξη, με την προστασία της Μικτής Επιτροπής για την ανταλλαγή των εθνοτήτων, παίρνοντας και ό,τι μπορούσανε να κουβαλήσουνε μαζί τους. Μπορεί να ήταν αθώοι, είπαν, αλά αυτοί δεν τους λυπόντουσαν. Έπειτα έμειναν αμίλητοι κοιτώντας τη γαλήνη του πελάγους. Και να τους συμπονούσαν, δεν  θα φανέρωναν ποτέ τα αισθήματά τους, στα πέριξ είχαν ξεμυτίσει κάτι πασίγνωστοι χριστιανοί νταήδες, υπήρχαν φήμες για βιαιοπραγίες όχι μόνον εναντίον μουσουλμάνων, και των λιγοστών πια φίλων τους στην Κρήτη, το δίκιο και τ΄άδικο δύσκολα μπαίνανε στη ζυγαριά τέτοιες ημέρες.

Στη μάνα της Παρασκευής δεν κληρώθηκε ούτε καλό ούτε κακό τουρκόσπιτο μέσα στο Ηράκλειο. Επειδή δεν είχε ούτε τη δύναμη αντρικών χεριών κοντά της, δεν τη στείλανε με το ζόρι όπως άλλους πρόσφυγες σε μακρινά χωριά του νομού, να σκάβει και να γεωργεί τα πρώην τούρκικα χωράφια, δηλαδή το τίποτε που είχαν αφήσει για τους πρόσφυγες μετά την καταπάτησή τους οι γειτόνοι. Αργότερα μπήκανε και οι τρεις τους σε τούτο το χαμόσπιτο, ο αδερφός της είχε μάθει τυπογράφος, κοντά του πρόλαβε να μάθει κι αυτή λίγο. Τα μάτια της κάναν κύκλο αργό, δίσταζε. "Το σπίτι έχει πια καλό στοιχειό τη μάνα μας" ψιθύρισε στο τέλος. "Το έχω καταλάβει", αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο ο Σήφης. Η Παρασκευή θάρρεψε και του χαμογέλασε, είχε να κάνει με καρδιά σαν τη δική της.

 *http://el.wikipedia.org/wiki/Κούλες

 

 

Πρόσθετες πληροφορίες